φτηνή κ. φθηνή, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. φτηνός], ο αυνανισμός, η μαλακία σε αντιδιαστολή με τη γυναίκα, που για να την απολαύσει κανείς απαιτούνται διάφορα έξοδα. Βλ. και λ. υγιεινή·
- ρίχνω μια φτηνή, αυνανίζομαι, μαλακίζομαι: «όταν έχω καιρό να πάω με γυναίκα, ρίχνω μια φτηνή κι εκτονώνομαι».